- μαλαϊκός
- η , ό[ν] малайский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλαϊκός — ή, ό [Μαλαίος] 1. αυτός που αναφέρεται στους Μαλαίους ή στη Μαλαισία («Μαλαϊκή Χερσόνησος») 2. το θηλ. ως ουσ. η Μαλαϊκή γλώσσα τής ινδονησιακής ομάδας, η περισσότερο γνωστή και διαδεδομένη γεωγραφικά, αλλ. Μαλαισιακή … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek